- λογχοπέλεκυς
- (-εως) ο алебарда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λογχοπέλεκυς — έκεως, ο είδος επιμήκους παλαιάς λόγχης που έφερε κάτω από την αιχμή αμφίστομο πέλεκυ, αλλ. αλαβάρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + πέλεκυς] … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek